σκοτισμάρα

σκοτισμάρα
η, Ν
1. διανοητική ή ψυχική σύγχυση, ταραχή
2. βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού βίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτίζω + κατάλ. -μάρα (πρβλ. σαστισ-μάρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοτισμάρα — η σκότιση, σάστιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”